- κογχυλη
- κογχύλη(ῠ) ἥ улитка, преимущ. пурпурная Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κογχύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχύλῃ — κογχύλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχύλη — η (AM κογχύλη) το κοχύλι μσν. αρχ. η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. ύλη (πρβλ. αγκ ύλη, κανθ ύλη)] … Dictionary of Greek
κογχύλαι — κογχύλη fem nom/voc pl κογχύλᾱͅ , κογχύλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχύλην — κογχύλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχύλης — κογχύλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχύλῃς — κογχύλη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλίας — κογχυλίας, ὁ (Α) [κογχύλη] ο κογχίτης* … Dictionary of Greek
κογχυλίδιον — κογχυλίδιον, τὸ (Α) μικρό κοχύλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
κογχυλευτής — κογχυλευτής, ὁ (Α) αυτός που αλιεύει κοχύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κογχυλ εύω] … Dictionary of Greek
κογχυλεύς — κογχυλεύς, ὁ (Α) [κογχύλη] αυτός που εργάζεται στη βαφική με πορφύρα … Dictionary of Greek